Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009

ΣΤΟ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ

Ο ηλιος δεν σε βλεπει, με τη σιωπη μιλας
την πετρα τη λαξευεις, στα βαθη τη μετρας
και ψαχνεις το διαμαντι για λιγοστο ψωμι
ελπιδα θυσιαζεις στην πρωτη τη γραμμη.
Μεσα στο ορυχειο γυρευεις για να βρεις
το σπανιο πετραδι, τη ριζα της ζωης
να φερεις το χρυσαφι εσυ μονο μπορεις
εσυ ΄σαι ο βασιλιας του κι ας εισαι αφανης.
Δικα σου τα πολυτιμα κι' αποκρυφα της γης
δικα σου τα στολιδια στον κοσμο της χλιδης
κι' ας μην τα φανερωνεις, στο παρασκηνιο ζεις
τα φωτα σου μας δινεις ν' αστραφτουμε εμεις.
Τα πλουτη μας δικα σου κι ας εισαι αφανης
εσυ που κατεβαινεις στα εγκατα της γης
γιατι ο,τι αποκτησαμε δικο σου εξαρχης
που εισαι και θα εισαι της γης ο γητευτης.
Σαν λαμπερο αστερι στο φως της χαραυγης
που βγαινει να σημανει μια καινουργ' αρχη
κι' αληθεια να μας πει,
χωρις το περιθωριο δεν γινεται ζωη.
Μ' αγωνα συνεχη και σταση ταπεινη
στους ωμους σου σηκωνεις ολοκληρη τη γη.

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

Άσε με να σε πληγώσω

Άσε με να σε πληγώσω
γρήγορα να γιατρευτώ
από τη δικιά σου αγάπη
και να σε ερωτευτώ.

Να σε βλέπω να γυρεύεις
τη στερνή μου αγκαλιά
και να δίνεις ο, τι έχεις
μ' άνεσης απλοχεριά.

Όχι ν' αγαπάς για νά΄χεις
τη δική μου συντροφιά
ούτ' από εγωισμό να είσαι
στης αγάπης τη φωλιά.

Να ζητάς απ' την πνοή μου
και να παίρνεις σιγουριά
κάθε που σ' αναζητάω
με αντίρρηση καμιά.

Ένιωσα την ευτυχία
ένιωσα και τη χαρά
γεύτηκα τη δυστυχία
που σε πρόδωσα μετά.

Κι' ήτανε βαρύς ο πόνος
πού' ρθε μέσα μου κι' απλώθη
στην αλάνα βρήκε άπλα
με πλοκάμια ξεδιπλώθη.

Κι' όταν ρίζωσε μακριά σου
ζήλεψα την ομορφιά σου
παραδόθηκα για μήνες
μέσα στ΄ όνειρο κοντά σου.

Αλλά άργησες να' ρθείς
κι' οι ελπίδες μου χαθήκαν
γιατι έχανα το νου μου
μες τη σκοτεινιά,

μες την απονιά του κόσμου,
ήταν τ' άδικο μεγάλο
καθαρά για ν' αντικρύσει
της αλήθειας τη φωτιά.

Τύφλωνε ο έρωτας μου
κι η σιωπή μου μαρτυρούσε
ατυχία
που κανένας
δεν θα ήθελε να ζουσε.

Και με γιάτρεψε - τι κρίμα!-
μακριά σου η συνήθεια
βρήκα έναν ανδρα θύμα
που δεν ήθελα στ' αληθεια.

Κι' όμως, κι' όταν μες το ψέμα
τη ζωή μου σπαταλούσα
μες τη μοναξιά μου ράκος
ως συνήθως καταντούσα.

Δεν μπορούσ' άλλο να δώσω
και να μην με πλησιάζεις
κι' έλιωνα σαν εφιάλτης
κάθε νύχτα που ξυπνούσα.

Γύριζα σαν μια κατάρα
άδικη μες το σκοτάδι
μ' ένα δάκρυ να λιμνάζει
από των ματιών την άκρη.

Κρύωνα και ζεσταινόμουν
και ο πυρετός μου ανέβη
ξαφνικά μέχρι τα ύψη
έτρεμα σαν νά' μουν ψαρι.

Κι' ήρθες,
ήρθες μέσα στο μπουντρούμι
πού' μουνα καιρό κλεισμένη
όταν έχασα το φως μου
κι' έγινα δυστυχισμένη.

Και τα βέλη που μου ρίχναν
δύσκολο να τα τραβήξεις
με χαρά να με γεμίσεις
σύραγγα βαθιά στο Άδη
έτσι ξαφνικά ν' ανοίξεις.

Θέλω τώρα να πιστέψω
ότι μ' αγαπάς κι' εσύ
και πολλά να θυσιάσεις
για να είμαστε μαζι.

Όπως έκανα κι' εγώ,
άφησα πολλά για σένα
οικογένεια και φίλους
και πιστό αρσενικό.

Μια μικρή αλλοπαρμένη
που χτυπήθηκε σκληρά
απ' του έρωτα το τοξο
θέλει τώρα ν' απαλύνει
τη σκληρή σου την καρδιά.

Μάγισσα λοιπν να είμαι
κι' άδικα σε βασανίζω
η να είμαι μια νεράιδα
που μ' αγάπη σε γεμίζω?

Κλαίω λεηλατημένη τώρα
γύρισες και τά' χασ' όλα
και παραμιλάω μήπως
ψεύτικα σε θέλω ακομα.

Δεν αντέχω να πιστεύω
άλλο πως σε κοροιδεύω,
δήθεν πως δεν σ΄αγαπάω
όταν δίπλα σου κοιμάμαι
και την ώρα μου περνάω.

Μακριά σου θε να φύγω
κι' εσύ να με κυνηγήσεις
της αγάπης τη φωτιά
σαν φακίρης να πηδήξεις.

Νά' ναι μια οφθαλμαπάτη
κάθε σκέψη μου που γράφω
η καρδιά μονάχα ξέρει
και αυτήνε αντιγράφω..

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

Τσιγγάνα καρδιά..

Αγάπες και έρωτες,
φίλοι παντοτινοί,
πόση απ' την ομορφιά σας
κατάπιαν οι ενοχές
της τσιγγάνας καρδιάς μου!
Πόση απ' την ομορφια σας
σκιάστηκε στου "πρέπει"
της κοινωνίας το βωμό!
Πόση ευτυχία εξανεμίστηκε
και σωριάστηκε
στην άμμο του χρόνου!
Αλλίμονο!! Δεν μπορώ να δω.
Τσιγγάνα καρδιά μου,
πόσο άδικα σε μίσησαν
οι υποκριτές που πίστευες
πως σ' αγαπούσαν!
Εκείνοι που περίμενες
ν' αγαπήσεις κι΄εσυ
και σ' άφησαν
να πλανιέσαι ολημερίς
σαν φύλλο στον άνεμο,
τίποτα πια να μην σου ανήκει..??!
Με πόσο πόνο, πόσο δάκρυ,
πόσο κενό και κατατρεγμό
πλήρωσες την ομορφιά σου!
Και τώρα που το κατάλαβες
για που τραβάς ξανά
και με τι δύναμη?
Σε ποια λημέρια ταξιδεύεις,
ποιο λιμάνι θα βρεις για ν΄αράξεις
ή για να κρυφτείς
απ΄τα φαρμακερά τους βέλη,
εκείνων που δεν κατάφεραν
ποτέ ν' αγαπήσουν
και να σε φτάσουν..
Εσένα
αστραφτερή βασίλισσα,
που άξια το θρόνο σου κρατάς
και κάποιον να σου μοιάζει
δεν έπαψες ποτέ ν' αναζητάς..
Στην πλάνη σου γυρνάς.

Λενε..

Λένε για τις ψυχές που φεύγουν
πως περνάνε απ' τον Άδη..
Κι' εκείνες που μένουν και τις περιμένουν..?
Κι' εκείνες που μένουν και ξέρουν
πως στο θάνατο μόνο ίσως τις βρουν..?

Αν μπορούσες..

Αν μπορούσες
να συνειδητοποιήσεις
ότι ζεις μία κόλαση,
μία τιμωρία,
αν μπορούσες να καταλάβεις
ότι ζεις την κόλαση της τιμωρίας,
των ενοχών το βαρύ κάρμα,
τότε θ' αρκούσε μια στιγμή
για να πας στον παράδεισο...!

Αν θες

Αν θες ν' αντεχεις τον πονο, τη λυπη, το φοβο, την οργη, κι' αν ολ' αυτα θα ηθελες να μοιαζουνε σαν χωρα μακρινη, πεδιαδα πρασινη, μικρη, κι' εσυ μια κουκιδα στη μακρινη αγκαλια ενος αεροπλανου, μη βαζεις ταμπελες στην τρυφερη σου ψυχη..

Εσύ

Αν δεν περίμενα το αύριο
θα ημουν ήδη ευτυχισμένη.
Η ελπίδα δεν κόβεται μ' ένα μαχαιρι.
Η ρίζα βαθαίνει
και το λουλούδι πιο κοντά στον ήλιο θα στραφεί.
Αν δεν περίμενα το αύριο θα ήμουν πεθαμένη.
Ζωντανή όμως νεκρή,
του χρόνου του αδίστακτου αγγίζοντας σπαθί
σου άπλωσα το χέρι.
Αν δεν περίμενα το αύριο θα είχε ήδη έρθει.
Έλα πρώτα εσύ!

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

Μισό

Όλη μου η ευτυχία
ένα ερπετό
που ψάχνει
για μια όαση..
Μισό το βλέμμα του,
λάγνο,
αδηφάγο, απειλητικό,
κρυμμένο στο πράσινο
το διπλανό,
αχόρταγο και άπληστο
στην καρδιά της ζούγκλας,
μικρό και δυσδιάκριτο..
Παιδί χαμενο, ορφανό,
λιμάνι δεν βρίσκει,
στη σκιά της αναζήτησης
η τροφή του,
κι' η όαση αβέβαιος σκοπός.
Μισό το βλέμμα του, λειψό..

Διαστολή

Οι κόρες μου διαστέλλονται.
Ο χρόνος μεγαλώνει.
Ο χώρος μεγαλώνει.
Οι σκέψεις απλώνονται.
Εικόνες ανάλαφρα σχηματίζουν.
Παιδιά μου αγέννητα
ξιφομαχούν στη σιωπή.
Αγαπώ κι' είμ' ευτυχισμένη..

Μ' ένα τσιγάρο

Στου νου το κατώφλι τριγυρνώ
κι' άκρη δεν βρίσκω για να βγω
το δρόμο για να πάρω,
πού να παω.
Γαρδένια στο πέτο μου φορώ
επισκέπτης είμαι κι' εγώ
σε τούτο το στενό κάρο.
Στο δρόμο κάτω την πετώ
σε σταυροδρόμι κοντινό,
που να παω.
Άδεια η θέση αριστερά
και πιάνω τα ηνία γερά
από της σκέψης
το λαβύρινθο ξεφεύγω
μήπως και τρεξω γρήγορα
κι' αρχίσω πια να φεύγω,
μα πού να πάω..
Μιαν αγκαλιά ζητώ ξανά
κι' ανέμισα φτερά,
μ' ένα τσιγάρο συζητώ,
μιαν αγκαλιά που έχασα
στο δρόμο απ' το χάρο,
και που να πάω..

Μια νύχτα

Απροσπέλαστοι τοίχοι
τα μάτια, η καρδιά
το δάκρυ δεν κυλάει
παγώνουν τα φιλιά
και μοιάζει η αγάπη
να είναι φυλακή
απόκριση δεν παίρνω
κερνάει η σιωπή.
Σου μίλησα κι' απόψε
και μ' άκουσες ξανά
απόηχος σαν νά' ναι
σε σήραγγα βαθειά,
απόηχος ξανά
στενάζει μυστικά
που ντύνεις τη ζωή μου
μονάκριβη σκια.
Μια λέξη τι να πει
και πως να ζωγραφίσει
το άπιαστο φιλι
όταν ο χάρος κλεύει
την καθε της στιγμή
χιλιάδες ν' ακουστούνε
θά' ναι μισή φωνή.
Μια νύχτα που σαλεύει,
μια νύχτα που αγρυπνά
κι' εσύ λαγοκοιμάσαι
σε άκαιρη σκοπιά..

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009

TA BHMATA MOY

ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΜΟΥ ΦΕΥΓΟΥΝ ΤΡΟΜΑΓΜΕΝΑ
ΚΑΙ ΜΕΣ ΤΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΟΥ
ΤΡΕΧΟΥΝΕ ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΑ,
ΑΛΛΗ ΓΗ Ν' ΑΔΡΑΞΟΥΝ
ΚΙ' ΑΜΑ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΠΕΤΑΞΟΥΝ.

ΞΕΡΟΥΝ ΟΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΖΗΣΟΥΝ
ΜΕΣ' ΑΠ' ΟΝΕΙΡΑ ΣΒΗΣΜΕΝΑ,
ΠΟΥ ΝΑ ΒΡΟΥΝ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΗΣΟΥΝ
ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΜΠΕΤΑ ΧΤΙΣΜΕΝΑ?

ΨΑΧΝΟΥΝ ΚΑΤΙ ΝΑ ΞΕΧΑΣΟΥΝ
ΚΑΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥΣ Ν' ΑΦΗΣΟΥΝ
ΣΕ ΧΑΡΤΙΑ ΞΕΘΩΡΙΑΣΜΕΝΑ.

Ν' ΑΠΟΚΟΙΜΗΘΥΝ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
ΚΑΙ ΓΙΑ ΛΙΓΟ Ν' ΑΚΟΥΣΤΟΥΝ
ΣΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΤΗΝ ΑΡΡΕΝΑ..

ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ

ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ
ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΕΛΟΣ,
ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΕΡΙΒΛΗΜΑ,
ΔΕΝ ΕΠΙΠΛΕΕΙ.

ΨΑΧΝΕΙ ΜΟΝΑΧΑ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ
ΝΑ ΒΡΕΙ ΠΑΤΟ Ν' ΑΓΚΥΡΟΒΟΛΗΣΕΙ
ΚΑΙ ΧΑΝΕΤΑΙ
ΜΕΣ ΤΗ ΜΑΓΕΙΑ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ
ΤΗΣ ΡΕΥΣΤΗΣ ΓΗΣ.

ΧΩΡΙΣ ΑΕΡΑ ΠΑΡΑΣΥΡΕΤΑΙ
ΚΑΙ ΛΑΜΠΕΙ ΣΑΝ ΦΩΤΙΑ,
ΑΣΒΗΣΤΗ ΚΙ' ΑΠΡΟΣΙΤΗ
ΑΠΟ ΚΑΚΙΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ
ΚΑΙ ΜΑΤΙΑ ΦΘΟΝΕΡΑ.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΥΠΟΧΘΟΝΙΕΣ ΕΞΟΣΤΡΑΚΙΖΕΙ
ΚΑΙ ΜΕΣ ΤΗ ΜΗΤΡΑ ΤΟΥ ΕΥΤΥΧΕΙ.

ΑΠΟ ΠΑΝΤΑ ΤΟ ΘΥΜΑΤΑΙ
ΚΑΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΖΕΙ.
ΣΤΗΣ ΦΕΓΓΑΡΟΣΚΟΝΗΣ ΤΗ ΛΑΜΨΗ
ΦΤΕΡΟΥΓΙΖΕΙ.

ΑΥΡΑ ΑΥΛΗ ΣΤΗ ΜΕΘΗ ΤΡΙΓΥΡΝΑ,
ΣΤΗΝ ΠΑΓΩΝΙΑ ΣΕ ΝΑΝΟΥΡΙΖΕΙ.

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ

ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ,
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΕΡΕΨΑΝ,
ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΠΑΓΩΝΟΥΝ,
ΟΙ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ ΞΕΘΩΡΙΑΣΑΝ,
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΡΑΓΙΣΑΝ,
ΚΑΘΡΕΠΤΕΣ ΣΠΑΣΜΕΝΟΙ
ΤΗΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΜΟΥ ΖΩΗΣ.
ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ ΠΟΥΛΙΑ,
ΚΑΘΑΡΙΑ,
ΛΕΥΚΑ,
ΔΙΑΣΧΙΖΟΥΝ ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ
ΚΙ' ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΟΝΤΑΙ..

ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΜΟΥ

ΗΤΑΝΕ Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ
Ο ΗΛΙΟΣ
ΠΟΥ ΓΕΜΙΣΕ ΦΩΣ
ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ.

ΚΙ' ΗΤΑΝΕ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΜΟΥ
ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΚΡΥΨΑΝ
ΟΤΑΝ Μ' ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΕΣ.

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΕΝΑ ΛΕΠΤΟ
ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΤΥΧΗ ΝΑ ΔΙΑΒΩ
ΟΛΟΙ ΕΣΕΙΣ ΟΙ ΒΟΛΙΚΟΙ
ΣΤΑ ΠΛΟΥΤΗ ΣΑΣ ΟΙ ΑΠΛΗΣΤΟΙ.

ΘΕΛΩ ΚΙ' ΕΓΩ ΝΑ ΑΝΕΒΩ
ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ ΕΚΕΙΝΟ ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ
ΚΙ' Ο ΔΡΟΜΟΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΑΚΡΥΣ
ΟΛΟΙ ΜΟΥ ΛΕΝ ΠΩΣ ΕΙΣΤΕ ΑΧΡΗΣΤΟΙ.

ΣΗΜΑΔΙ ΨΑΧΝΩ ΝΑ ΣΤΑΘΩ
ΣΤΑ ΠΟΔΙ ΜΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΒΙΑΣΤΩ,
ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ ΔΩΣΤΕ ΜΙ' ΑΦΟΡΜΗ,
ΜΗΝ ΕΙΣΑΣΤΕ ΑΧΑΡΙΣΤΟΙ.

ΠΡΟΛΑΒΕΤΕ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟ
ΚΑΙ ΠΕΣΤΕ ΤΟΥ ΠΩΣ ΘΕ ΝΑ' ΡΘΩ,
ΤΟ ΝΟΥ ΤΟΥ ΝΑ' ΧΕΙ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ
ΠΟΥ ΦΤΑΝΟΥΝ ΟΙ ΑΔΙΑΦΟΡΟΟΙ.

ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΠΩ,
ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΓΙΟΡΤΗ
ΠΟΥ ΙΣΟΙ ΝΑ' Ν' ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ.

ΕΛΠΙΔΑ ΕΧΩ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
ΠΟΥ ΛΙΩΝΕΙ ΣΑΝ ΚΕΡΑΚΙ
ΚΑΘΕ ΜΟΥ ΒΡΑΔΥΑ,
ΓΙΑΤΙ ΦΩΣ ΝΟΜΙΖΩ
ΟΤΙ ΓΙΝΟΜΑΙ ΧΑΡΑΣ
ΠΟΥ ΒΥΘΙΖΕΙ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ
ΑΔΙΚΑ ΜΕΣ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ.

ΚΙ' ΟΜΩΣ, ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΟΥΝ
ΝΑ ΓΕΛΑΝΕ
ΚΑΙ ΝΑ ΧΑΙΡΟΝΤ' ΟΙ ΠΟΛΛΟΙ
ΠΝΙΓΗΚΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ
ΚΑΙ ΦΟΡΤΩΘΗΚΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
ΜΟΥ ΕΓΩ ΤΗ ΛΥΠΗ.

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΚΑΝΤΕ,
ΕΣΕΙΣ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ
ΠΟΥ Μ' ΑΓΑΠΗΣΑΤΕ,
ΕΣΕΙΣ,
ΑΝ Μ' ΑΓΑΠΗΣΑΤΕ,
ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ,
ΠΡΙΝ ΑΛΛΑΞΟΥΝ ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ.

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009

ΟΧΙ ΕΣΥ

ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΜΕ ΠΛΗΓΩΣΕ,
Η ΖΩΗ ΠΟΥ ΜΕ ΛΑΒΩΣΕ,
ΚΙ' ΟΧΙ ΕΣΥ, ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ ΜΟΥ ΑΘΑΝΑΤΗ
ΠΟΥ ΑΠ' ΤΑ ΧΕΙΛΗ ΣΟΥ ΚΡΕΜΕΤ' Η ΧΑΡΑ ΜΟΥ,
ΚΙ' ΟΧΙ Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΣΟΥ ΦΩΣ ΜΟΥ.

ΚΑΙ ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΝΑ ΤΟ ΠΩ
ΠΟΥ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΠΡΟΣΜΕΝΩ
ΜΕΣ' ΑΠ' ΤΗ ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΛΥΤΡΩΣΗ
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ, ΚΑΤΑΛΕΥΚΗ?
ΠΩΣ ΝΑ ΣΕ ΚΡΥΨΩ
ΚΑΙ ΠΩΣ ΝΑ Σ' ΕΞΗΓΗΣΩ
ΑΣΤΕΡΙ ΜΟΥ ΜΑΚΡΙΝΟ,
ΠΟΥ ΠΑΝΩ ΣΟΥ ΕΝΑΠΟΘΕΤΩ
ΤΝ ΚΛΙΝΗ ΜΟΥ?

ΧΩΡΙΣ ΕΣΕΝΑ

ΔΙΧΤΥΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΣΟΥ ΞΕΔΙΠΛΩΣΕΣ ΣΤΑ ΔΙΑΒΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ.
ΜΙΣΑ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ ΑΙΧΜΑΛΩΤΙΣΕΣ ΣΤΟΝ ΠΟΘΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ.
ΘΑΝΑΤΙΚΟ ΑΡΓΟ ΚΙ' ΕΦΙΑΛΤΙΚΟ ΑΠΛΩΘΗΚΕ ΤΟ ΠΕΠΛΟ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ ΣΟΥ.

ΑΣΕ ΜΕ ΤΩΡΑ ΝΑ ΞΕΠΛΥΘΩ ΣΤΟ ΔΑΚΡΥ ΠΟΥ ΓΕΜΙΣΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ
ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΜΟΝΗΣ ΣΟΥ.
ΑΣΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΝΑ ΓΙΑΤΡΕΥΤΕΙ ΣΤΗΣ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑΣ
ΤΟ ΑΙΜΑΤΟΚΥΛΙΣΜΑ ΧΩΡΙΣ ΕΣΕΝΑ.
ΑΣΕ ΤΗ ΣΚΕΨΗ ΜΟΥ ΝΑ ΞΕΚΟΥΡΑΣΤΕΙ ΑΠ' ΤΑ ΓΕΜΑΤΑ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ
ΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΠΕΡΑΣΤΙΚΩΝ.
ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΤΑΞΩ ΜΕ ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΦΤΕΡΑ.

ΜΕΣ' ΑΠ' ΤΗ ΛΥΠΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΞΑΝΑΓΕΝΝΙΕΜΑΙ.
ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΞΕΝΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΡΟΒΙΛΙΖΟΜΑΙ ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ
ΚΑΙ ΦΤΑΝΩ ΨΗΛΑ. ΛΙΓΟ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΑΠΟ 'ΚΕΙ ΠΟΥ ΕΨΑΞΑ
ΚΑΙ ΔΕΝ ΣΕ ΒΡΗΚΑ.
ΚΑΠΟΤΕ.
ΞΑΦΝΙΚΑ.

ΕΚΟΨΑ ΤΟ ΣΚΟΙΝΙ ΤΗΣ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΗΣ ΣΟΥ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ
ΚΑΙΑ ΞΕΧΥΘΗΚΑ ΣΤΟ ΕΚΤΥΦΛΩΤΙΚΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ.
ΚΑΠΟΙΑΣ ΜΑΚΡΙΝΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΜΟΥ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ.
ΑΧΤΙΔΑ ΦΩΤΟΣ ΤΑΞΙΔΕΨΑ ΣΤΟ ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΣΥΜΠΑΝ
ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΟΥ.
ΚΟΝΤΑ ΣΕ ΝΑΡΚΙΣΣΟΥΣ ΚΑΙ ΦΩΤΕΙΝΟΥΣ ΓΑΛΑΞΙΕΣ.
ΣΑΝ ΨΕΜΑ.

ΟΠΩΣ ΚΙ' Ο,ΤΙ ΕΖΗΣΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΑ.
ΞΑΦΝΙΚΑ.

ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

THΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ
ΨΑΧΝΩ ΝΑ' ΒΡΩ
ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΔΙΑΛΕΞΑ
ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΨΩ
ΚΙ' ΟΧΙ ΝΑ ΚΟΛΛΑΩ ΣΑΝ ΝΑΥΑΓΗΜΕΝΟ ΣΤΡΕΙΔΙ
Σ' ΕΝΑ ΒΡΑΧΟ ΠΟΥ' ΤΥΧΕ
ΝΑ ΖΩ,
ΚΑΙ ΝΑ ΓΗΡΕΨΩ.

ΠΕΣ ΜΟΥ

ΜΑΥΡΙΖΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΟΠΟΤΕ ΦΕΥΓΕΙΣ ΚΑΙ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑΖΕΙ,
ΕΡΗΜΩΝΕΙ ΚΑΙ Μ' ΑΦΗΝΕΙ ΜΟΝΗ.
ΠΕΣ ΜΟΥ ΓΙΑΤΙ Μ' ΑΦΗΣΕΣ ΚΑΙ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙΣ ΣΕ ΞΕΝΗ ΓΗ,
ΒΡΑΔΥΑΖΕΙ ΚΑΙ Τ' ΑΓΙΑΖΕΙ ΜΕ ΠΑΓΩΝΕΙ.
ΣΕ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ, ΠΡΟΣΠΑΘΩΝΤΑΣ ΝΑ ΔΙΑΠΕΡΑΣΩ ΣΩΜΑΤΑ
ΣΑΝ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΞΕΠΕΡΑΣΩ.
ΝΑ ΣΕ ΔΩ ΜΕΣ' ΑΠΟ 'ΚΕΙ ΚΑΘΑΡΙΟ, ΦΩΤΕΙΝΟ, ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ
ΜΑ ΠΩΣ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΣΩΜΑ ΝΑ ΞΕΧΑΣΩ?
ΜΑΚΡΙΑ ΤΕΛΙΚΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ ΑΠ' ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ
ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΤΑ' ΧΩ ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ.
ΣΟΥ ΔΙΝΩ Ο, ΤΙ ΔΕΝ ΠΑΙΡΝΩ ΠΡΟΔΟΜΕΝΗ ΜΟΥ ΨΥΧΗ
ΚΑΤΑΤΡΕΓΜΕΝΗ ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΠ' ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΤΙ
ΤΟΥ ΑΣΦΥΚΤΙΚΑ ΜΙΚΡΟΨΥΧΟΥ ΚΟΣΜΟΥ.
ΠΩΣ ΝΑ ΣΕ ΣΩΣΩ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΑΠ' ΤΑ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΑ
ΑΥΤΑ ΜΥΡΜΗΓΚΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΣΠΩΝΤΑΙ?
ΠΕΣ ΜΟΥ.

"POEMSTORMS" ΚΑΤΑΙΓΙΔΕΣ

ΚΑΤΑΙΓΙΔΕΣ
ΧΑΡΑΚΩΝΟΥΝ ΤΑ ΝΕΡΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ.
ΤΗ ΜΑΣΤΙΓΩΝΟΥΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΛΑΖΟΥΝ.
ΑΣ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΜΙΑ ΦΟΡΑ
ΝΑ ΜΑΣ ΔΩΣΕΙ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΤΗ ΧΑΡΑ
ΤΩΝ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ ΤΗΣ
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΤΙΣ ΠΡΟΚΑΛΕΣΟΥΝ ΑΝΕΜΟΙ
ΣΥΝΝΕΦΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΙΓΙΔΕΣ.
ΑΣ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΚΙ' ΕΓΩ
ΝΑ Σ' ΑΠΑΡΝΗΘΩ
ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ!